- τραχειοτομή
- η, Νιατρ. τραχειοτομία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διφθερίτιδα — Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο μικρόβιο της δ. ή του Löffler. Μεταδίδεται μέσω της αναπνευστικής, γαστρεντερικής οδού ή λύσης της συνέχειας του δέρματος, από πάσχοντες ή από υγιείς φορείς του μικροβίου και σπανιότερα από μολυσμένα… … Dictionary of Greek
κρικοθυρεοτομή — Επείγουσα χειρουργική επέμβαση για τη δημιουργία ανοίγματος στην τραχεία, ώστε να μπορέσει ένα άτομο με φραγμένο αεραγωγό να αναπνεύσει. Πιο συγκεκριμένα, αν ένα άτομο έχει δυσκολία αναπνοής, που προκαλείται από ένα αντικείμενο στην αναπνευστική… … Dictionary of Greek